-
1 деталь
1. (изображения, чертежа) η λεπτομέρεια 2. (часть физического целого) το εξάρτημα, το τεμάχιο, το κομμάτι, το στοιχείο, το τμήμα, το μέροςвзаимосвязанные - и αλληλοσύνδετα - τα, διασυνδεδεμένα - ταкрепёжная - της στερέωσης/στή-ριξηςнесъёмные - и μόνιμα - τα (πλ.), σταθερά - τα (πλ.)переходная - η συστολή (π.χ. όταν ενώνει σωλήνες διαφορετικής διαμέτρου)3. (детали машин) (научная дисциплина) τα στοιχεία των μηχανών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > деталь